σωλῆνος

σωλῆνος
σωλῆνος, ,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σωλῆνος — σωλήν channel masc gen sg σωλῆνος channel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωλήνος — ὁ, Α σωλήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής λ. σωλήν, ῆνος, κατά τα δευτερόκλιτα αρσ. σε ος] …   Dictionary of Greek

  • διέκ — και διέξ (μπροστά από φωνήεν, με εξαίρεση το «διέξ σωλήνος») (AM διέκ και διέξ) ως πρώτο συνθετικό ρημάτων και παραγώγων ουσ. δίνει την έννοια: «περνώντας μέσα από κάτι», «οδηγούμαι, προς τα έξω» (διεκπεραιώ, διεξέρχομαι) αρχ. (ως επίρρ.) 1. μέσα …   Dictionary of Greek

  • σωλῆνε — σωλήν channel masc nom/voc/acc dual σωλῆνος channel masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωλήνοιν — σωλήν channel masc gen/dat dual σωλῆνος channel masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σωλήνων — σωλήν channel masc gen pl σωλῆνος channel masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”