σωλῆνος
Look at other dictionaries:
σωλῆνος — σωλήν channel masc gen sg σωλῆνος channel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωλήνος — ὁ, Α σωλήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τής λ. σωλήν, ῆνος, κατά τα δευτερόκλιτα αρσ. σε ος] … Dictionary of Greek
διέκ — και διέξ (μπροστά από φωνήεν, με εξαίρεση το «διέξ σωλήνος») (AM διέκ και διέξ) ως πρώτο συνθετικό ρημάτων και παραγώγων ουσ. δίνει την έννοια: «περνώντας μέσα από κάτι», «οδηγούμαι, προς τα έξω» (διεκπεραιώ, διεξέρχομαι) αρχ. (ως επίρρ.) 1. μέσα … Dictionary of Greek
σωλῆνε — σωλήν channel masc nom/voc/acc dual σωλῆνος channel masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωλήνοιν — σωλήν channel masc gen/dat dual σωλῆνος channel masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωλήνων — σωλήν channel masc gen pl σωλῆνος channel masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)